- κατατεχνώ
- κατατεχνῶ, -έω (Α) [κατάτεχνος]κατασκευάζω με τέχνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατατεχνάζομαι — (Μ) 1. κατατεχνώ 2. επιδιώκω κάτι με τέχνασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τεχνάζομαι «επινοώ, σοφίζομαι»] … Dictionary of Greek